ξυλάρμενος

ξυλάρμενος
-η, -ο
(για πλοίο) αυτό τού οποίου η προωστική διάταξη έπαυσε να λειτουργεί λόγω βλάβης ενώ βρισκόταν εν πλω.
επίρρ...
ξυλάρμενα
με μαζεμένα τα πανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + άρμενο (πρβλ. τριάρμενος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυλάρμενος — η, ο επίρρ. α για ιστιοφόρα πλοία, αυτός που πλέει στην καταιγίδα με μαζεμένα και καλά στεριωμένα τα πανιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”